- φρουρείον
- τὸ, Μβλ. φρούριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρούριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρανοβάλτου. * * * το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α [φρουρός] 1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση,… … Dictionary of Greek